καταξύω

καταξύω
καταξύ̱ω , κατά-ξύω
scratch
pres subj act 1st sg
καταξύ̱ω , κατά-ξύω
scratch
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταξύω — (Α) 1. ξύνω πολύ, φθείρω κάτι ξύνοντας 2. χαράζω κάτι 3. (για γραφίδα) γράφω 4. στιλβώνω, γυαλίζω κάτι με την τριβή 5. παθ. καταξύομαι α) (για τη γη) υφίσταμαι διάβρωση β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι …   Dictionary of Greek

  • επικαταξύω — ἐπικαταξύω (Α) καταξύω, ξύνω εντελώς, γδέρνω …   Dictionary of Greek

  • κατάξυσις — κατάξυσις, ἡ (Α) [καταξύω] ξύσιμο, χάραξη, γδάρσιμο, γρατσούνισμα, αμυχή …   Dictionary of Greek

  • κατάξυσμα — κατάξυσμα, τὸ (Α) [καταξύω] (σχόλ.) απόξεσμα, ρίνισμα …   Dictionary of Greek

  • κατακνιδεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταξύω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κνιδεύω (< κνίδη «τσουκνίδα»), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • καταξυή — καταξυή, ἡ (Α) [καταξύω] επιγρ. καταξοή* …   Dictionary of Greek

  • καταξυσμή — καταξυσμή, ἡ (Α) [καταξύω] κατάξυσις* …   Dictionary of Greek

  • καταξυσμός — καταξυσμός, ὁ (Α) [καταξύω] το πολύ ξύσιμο, σμίλευση, λάξευση, τορνευμένη κατασκευή …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • προκαταξύω — Α καταξύνω ή αποξύνω καλά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταξύω «ξύνω πολύ, φθείρω ξύνοντας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”